Δαμῶ — Δαμώ fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δαμώ — (5ος αι. π.Χ.). Κόρη του Πυθαγόρα. Πριν πεθάνει, ο σοφός της εμπιστεύτηκε σημειώσεις του, με την εντολή να μην τις ανακοινώσει σε κανέναν. Παρότι η Δ. ήταν πάμφτωχη και την παρακαλούσαν να τις πουλήσει, εκείνη τις κράτησε μυστικές, και όταν… … Dictionary of Greek
δάμω — δά̱μω , δῆμος district masc nom/voc/acc dual (doric) δά̱μω , δῆμος district masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάμῳ — δά̱μῳ , δῆμος district masc dat sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δαμών — Δαμώ fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Damo (philosopher) — For other uses, see Damo (disambiguation). Damo (Greek: Δαμώ; c. 500 BC) was a Pythagorean philosopher said by many to have been the daughter of Pythagoras and Theano. Little is known about the life of Damo. Tradition said that she was the… … Wikipedia
Дамо (философ) — Дамо Δαμώ Школа/традиция: Пифагореизм Дамо (др. греч. Φαίδων; ок. 500 г. до н. э.) древнегреческий философ пифагореец и математик, которую считают дочерью Пифагора и … Википедия
αδάμας — Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 1.391 κάτ.) της Μήλου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μήλου του νομού Κυκλάδων. * * * ( αντος), ο (Α ἀδάμας) κρυσταλλικός πολύτιμος λίθος με μεγάλη σκληρότητα και λάμψη (αλλιώς διαμάντι, διαμαντόπετρα)… … Dictionary of Greek
αδάματος — ἀδάματος, ον (Α) [δαμῶ] 1. ακατανίκητος, ακατάβλητος 2. (για γυναίκες) ανύπαντρη 3. (για ζώα) αυτός που δεν δαμάστηκε, δεν εξημερώθηκε … Dictionary of Greek